- συνοδοιπόρον
- συνοδοιπόροςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοδοιπόρος — ο, ΝΜΑ σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ. β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με … Dictionary of Greek
подроугъ — ПОДРОУГ|Ъ (15), А с. 1.Другой, подобный экземпляр чегол.: а пѹдъ дали немци волочаномъ… да коли исказитьсѧ. а подрѹгъ его лежить въ немецьскои божници. а дрѹгыи ковати изверивши темь. Гр 1229 сп. 1270–1277 (смол.). 2. Друг, товарищ: и възьрѣвъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)